- αλλεπάλληλο
- birbirini izleyen
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… … Dictionary of Greek
μεταλλογραφία — Τομέας της μεταλλουργίας, ο οποίος μελετά τη δομή των μετάλλων και των κραμάτων με μικροσκοπική κυρίως ανάλυση. Αυτός ο τύπος ανάλυσης έχει υποκαταστήσει τελείως άλλες φυσικές και χημικές μεθόδους (προσδιορισμό της θερμοηλεκτρικής ισχύος, της… … Dictionary of Greek